- βραχόσπαρτος
- -η, -οο γεμάτος βράχια, ο βραχώδης: Ο τόπος όπου μεγάλωσε ήταν βραχόσπαρτος και άγονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχόσπαρτος — η, ο βραχοσπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράχος + σπαρτος < σπαρτός < σπείρω. Η λ. μαρτυρείται από το1821 στην εφημερίδα Αστυ («βραχόσπαρτος θάλασσα»)] … Dictionary of Greek
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek